- τραυματισμένοι
- ранетите
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
ανέ — (19ος αι.).Βέλγος φιλέλληνας. Στη μάχη του Πέτα, μαζί με τον Γερμανό φιλέλληνα Χέλμαν, αν και τραυματισμένοι, κατόρθωσαν με 23 άλλους φιλέλληνες να διασπάσουν τις εχθρικές γραμμές πολεμώντας με τις λόγχες τους και να σωθούν. * * * κ. ανέν κ.… … Dictionary of Greek
ατομική βόμβα — Καταστροφικό όπλο, το οποίο χρησιμοποιεί την ενέργεια που παράγεται από μια πυρηνική αντίδραση. Συνήθως ο όρος α.β. αναφέρεται στις βόμβες που χρησιμοποιούν ενέργεια της σχάσης (λεγόμενες βόμβες Α), ενώ οι βόμβες που χρησιμοποιούν την ενέργεια… … Dictionary of Greek
Βάρος, Πόπλιος Κουινκτίλιος — (Publius Quinctilius Varus, τέλη 1ου αι. π.Χ. – 9 μ.Χ.). Ρωμαίος αξιωματούχος. Ύπατος (13 π.Χ.), ανθύπατος της Αφρικής (8 7 π.Χ.), αντιπραίτορας στη Συρία (6 4 π.Χ.), όπου κατέστειλε την εξέγερση των Εβραίων, στάλθηκε το 6 μ.Χ. από τον Αύγουστο… … Dictionary of Greek